οὔνης

οὔνης
οὔνης· κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία (sic), Hsch. [full] οὔνιος· εὖνις, δρομεύς, κλέπτης, Id. [full] οὔνομα, [full] οὐνομάζω, etc.,
A v. ὄνομα, ὀνομάζω, etc. [full] οὖνον· ὑγιές. Κύπριοι δρόμον, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ούνης — οὔνης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει] …   Dictionary of Greek

  • ούνει — οὔνει (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Αρκάδες) «δεῡρο δράμε». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὔνει, όπως και οι τ. οὔνης «κλέπτης», οὔνιος «δρομεύς, κλέπτης, πρέπει να έχουν προέλθει κατ αποκοπή από τα σύνθ. ἐριούνης και ἐριούνιος, λέξεις αβέβαιης σημασίας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”